ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Γεννήθηκα στην Κρήτη και ζω μόνιμα στη Ρόδο,διατηρώ εδώ και αρκετά χρόνια μια επιτυχημένη επιχείρηση.Είμαι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.Ασχολούμαι ερασιτεχνικά με το θέατρο και έχω πάρει μέρος σε πολλές θεατρικές παραστάσεις.Αφιερώνω ώρες από τον ελεύθερό μου χρόνο για την συγγραφή παιδικών παραμυθιών και ιστοριών,θεατρικών έργων,καθώς επίσης μυθιστορημάτων και αφηγημάτων.Έχω βραβευτεί σε διαγωνισμό από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών για το διήγημα «Άρωμα ελευθερίας».Γράφω από μικρή ηλικία προσπαθώντας πάνω στο άψυχο χαρτί να δώσω ζωή μέσα από τις σκέψεις και τη φαντασία.

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Μόλις έφτασε στα χέρια μου η έκδοση των Πρότυπων εκδόσεων Πηγή & iWrite.gr, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η συμμετοχή μου στον διαγωνισμό διηγήματος "Ιστορίες της Πόλης μας" με θέμα τα Ιωάννινα. Μια ιστορία αγάπης που δεν μειώνεται, δεν λιγοστεύει και παραμένει ζωντανή στο πέρασμα των χρόνων!!! Καλή σας ανάγνωση


Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014





      

Χρύσα Ζανεσή-Αλεξάκη
Αγάπη στο πέρασμα των χρόνων

   διήγημα













Αυτό είναι το διήγημα μου το οποίο επιλέχτηκε να κοσμήσειτον τόμο διηγημάτων με θέμα ¨ιστορίες της πόλης μου"  Η ιστορία μου  αναφέρεται στα πανέμορφα Ιωάννινα!

 Χιλιάδες αστέρια τρεμόπαιζαν στον ουρανό εκείνη τη νύχτα. Τα νοτισμένα από την υγρασία φύλλα, άφηναν ελεύθερο το άρωμα τους, να του χαϊδεύει την μύτη. Είχε ξυπνήσει πριν χαράξει. Ένα όνειρο, του είχε κλέψει τον ύπνο, για τον οποίο είχε θερμοπαρακαλέσει τον Θεό, να του χαρίσει.
Πετάχτηκε σχεδόν από το κρεβάτι του, ενώ η φωνή της ακόμα αντηχούσε στα αυτιά του. Όταν συνειδητοποίησε πως ήταν όνειρο, γύρισε πλευρό και έκλεισε ξανά τα μάτια του. Όμως ο ύπνος είχε χαθεί πλέον, και το όνειρο άρχισε να ξετυλίγεται σαν ταινία μικρού μήκους στο μυαλό του.
“…Νύχτα! Μια νύχτα βροχερή. Τα σύννεφα που τη σκέπαζαν, την έκαναν ακόμη πιο μαύρη. Μόνος, ολομόναχος, περπατούσε στην άκρη της λίμνης που λάτρευε. Είχε την αίσθηση πως κάτι αόρατο τον ακολουθούσε, σαν να μετρούσε τα βήματα του. Λες και ήθελε να του κρατήσει συντροφιά σε αυτόν τον νυχτερινό του περίπατο. Ένα βότσαλο τον χτύπησε στο πόδι, σαν κάποιος να το κλώτσησε εσκεμμένα, ενώ ένας παφλασμός που ακούστηκε τάραξε προς στιγμήν την ηρεμία της αρχόντισσας, που κοιμόταν ατάραχη. Σταμάτησε. Τα μάτια του ξεχώρισαν στο βάθος αχνά το νησάκι της κυρά-Φροσύνης. Γύρισε αργά και κοίταξε πίσω του, μια σκιά διαγραφόταν ελάχιστα μέτρα μακριά. Ήταν πανύψηλη, φορούσε μια αραχνοΰφαντη κάπα, ενώ τα μακριά της μαλλιά κυμάτιζαν στο φύσημα του ανέμου. Η οπτασία έμεινε για λίγο ασάλευτη, έπειτα έστρεψε το άυλο σώμα της προς το νησί.
            «Ποια είσαι; Τι ζητάς;» σκέφτηκε εκείνος, μα η σκέψη βγήκε φωναχτά και ξέσκισε την απόλυτη ησυχία της νύχτας.
 «Ρωτάς ποια είμαι; Η αιώνια αγαπημένη!» του απάντησε αργά και σίγουρη για τις λέξεις που έλεγε.
«Ποια; Εγώ έχω μία αγαπημένη! Δες, τα μαλλιά μου άσπρισαν, το κορμί μου κύρτωσε από το πέρασμα των χρόνων, για να μείνω πιστός στη μοναδική γυναίκα που αγάπησα. Εσύ δεν της μοιάζεις! Ούτε η κορμοστασιά σου, ούτε και τα μαλλιά που τόσο ατίθασα πέφτουν στην κάπα σου!»
«Εκείνη πέθανε, εσύ το ξέρεις καλυτέρα από μένα»
«Όχι! Οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν παρά μονάχα αν τους ξεχάσουν αυτοί που τους αγαπούν!» της απάντησε με θυμό.
«Ναι σωστά, και εσύ με ξέχασες…» ψιθύρισε.
«Μα τι λες, δε σε καταλαβαίνω!»
«Θα με καταλάβεις με τον καιρό! Σήμερα αρχίζει ένας έρωτας, ο δικός μας! Γεια σου αγαπημένε μου» είπε ενώ άρχισε να ξεθωριάζει σιγά-σιγά.
«Στάσου! Πού πας; Τι είναι αυτά που ψιθυρίζεις; Μη φεύγεις!» κάνει μια τελευταία απόπειρα να την κρατήσει για να πάρει απαντήσεις σε όσα παράλογα του λέει αυτή η παράξενη σκιά.
«Θα μάθεις όταν αρχίσω να σου γίνομαι απαραίτητη! Όταν και εσύ θα με αναζητάς, όχι μονάχα εγώ»…”
Η οπτασία χάθηκε από τα μάτια του και εκείνος πετάχτηκε από το κρεβάτι ιδρωμένος από την αγωνία. «Τι όραμα κι αυτό, βοήθα Πανάγια μου!» μονολόγησε και έκανε το σταυρό του. Ξάπλωσε πάλι. Έσφιξε με δύναμη τα βλέφαρα για να φυλακίσει σε αυτά τον Μορφέα, ανακάτεψε στριφογυρίζοντας τα σκεπάσματα, σε μια ύστατη προσπάθεια να απαλλαγεί από τη θύμηση του ονείρου.
Στο τέλος, σηκώθηκε θυμωμένος που άφησε ένα όραμα της νύχτας, όπως αποκαλούσε τα όνειρα, να του χαλάσει τις ώρες της ξεκούρασης του. Έκανε με φανερό εκνευρισμό έναν καφέ, τον οποίο έφερε βιαστικά στο στόμα, πίνοντας μια μεγάλη γουλιά καίγοντας τη γλώσσα του. Σαν κυνηγημένος βγήκε από το σπίτι κλείνοντας με δύναμη τη σιδερένια πόρτα, με κατεύθυνση την αρχόντισσα. Τα βήματα του γρήγορα, βιαστικά, ενώ ο θυμός δεν έλεγε να υποχωρήσει. Προσπάθησε να διώξει από το μυαλό του το όνειρο.
 Σιγάνεψε το βήμα, καθώς τα ματιά του κοίταξαν τα φωταγωγημένα Γιάννενα! Την πόλη που γεννήθηκε και η οποία τον αγκάλιαζε με την ίδια αγάπη έως και σήμερα. Γύρισε τη σκέψη αρκετά πίσω και αναπόλησε τα παιδικά του χρόνια. Θυμήθηκε τον εαυτό του με κοντά παντελονάκια, να τρέχει ξέγνοιαστος με μια μπάλα στα χέρια στη συνοικία που μεγάλωσε. Το Μόλο. Άπειρες φορές έπεσε σκοντάφτοντας στα πλακόστρωτα δρομάκια της. Φαντάστηκε πως κατηφόριζε προς τη λίμνη, με άλλα γειτονόπουλα και να βουτούν στα νερά της. Να πηγαίνουν πέρα μακριά ως το νεροτριβείο, όπου οι νοικοκυρές έπλεναν τα χαλιά και τις βαριές φλοκάτες από γνήσιο μαλλί.
Να ανηφορίζουν μα και να κατηφορίζουν, για να βρεθούν στο σπήλαιο του Περάματος. Να χαζέψουν αυτήν την τόσο σπάνια ομορφιά, που κατάλαβε την αξία της μεγαλώνοντας. Όσο ήταν μικρός, του προκαλούσε δέος και θαυμασμό. Δεν τολμούσε να πει στους φίλους του, κάθε φορά που αποφάσιζαν να το επισκεφτούν, πως δεν ήθελε να τους ακολουθήσει. Ποτέ και σε κανέναν δεν είπε για τους φόβους του. Έκανε τον γενναίο και πήγαινε μπροστά για να κρύψει το συναίσθημα τρόμου που τον κυρίευε. Χάνονταν όλοι μαζί μέσα στις σπηλιές, που τις εξερευνούσαν με τον δικό τους παιδικό τρόπο.  Έδιναν παράξενα ονόματα σε κάθε μία από αυτές που έμπαιναν. Τα διάφορα σχήματα σταλαγμιτών και σταλακτιτών, θύμιζαν νεραΐδες, ξωτικά και κακές μάγισσες, που είχαν εδώ τα κρησφύγετα τους, φτιάχνοντας τα μαγικά τους φίλτρα και βοτάνια. Πάντα όταν έβγαιναν από το σπήλαιο, τα ρούχα τους ήταν βρεγμένα και τα κορμιά τους παγωμένα. Από συζητήσεις μεγάλων είχε ακούσει ότι από εκεί ξεκινούσε ο κάτω κόσμος.
Με τον καιρό και μεγαλώνοντας, έγινε το ησυχαστήριο του. Εκεί, στη λίμνη με τα νούφαρα, φίλησε για πρώτη φορά στα δεκαέξι του χρόνια, τη Μαρία. Το κορίτσι που αγάπησε από τη στιγμή που το αντίκρισε για πρώτη φορά στο πανηγύρι του Άι Γιώργη. Από τότε έχασε το μυαλό του. Έψαχνε όπου και αν βρισκόταν, να ξαναδεί τα μελιά της μάτια, τα ολόισια μαλλιά και τα κερασένια χείλη. Ένα χρόνο κυριαρχούσε στη σκέψη του. Έναν ολόκληρο χρόνο με την δύναμη της φαντασίας την έφερνε κοντά του και της ψιθύριζε τρυφερά λόγια αγάπης. Για να τη δει άνοιξη ξανά, να περπατάει στην όχθη της λίμνης. Έτρεξε κοντά της.
Σαν να την γνώριζε καλά της είπε «άργησες πολύ!»
«Άργησα;» τον ρώτησε ξαφνιασμένη.
«Ναι πολύ! Σε περιμένω από πέρυσι, από το πανηγύρι του Άι Γιωργιού που σε είδα»
«Ναι, σε θυμάμαι»
«Με θυμάσαι αλήθεια;» αναθάρρεψε εκείνος.
«Ναι. Μου έκανε εντύπωση το πρόσωπο σου, τα μάτια σου, ο τρόπος που με κοίταζες»
            «Έκλεψες τη σκέψη μου, την καρδιά μου! Ένα χρόνο σε ψάχνω ανάμεσα στο πλήθος, και να που σήμερα εντελώς τυχαία σε συνάντησα!» είπε μη μπορώντας να κρύψει τη χαρά του.
«Με κάνεις να νιώθω άβολα και συνάμα πολύ όμορφα» του απάντησε συγκινημένη.
«Όμορφα θέλω να νιώθεις, μόνο όμορφα! Ξέρεις… Σ’ αγαπώ…»
«Έτσι εύκολα αγαπάς;»
Χαμογέλασε και προσπέρασε την ερώτηση της, κοίταξε τα μελιά της μάτια και είπε «θέλω να σε ξαναδώ!»
            «Έρχομαι κάθε μέρα στην όχθη. Μου αρέσει να περπατάω και να ρουφάω το άρωμα της, να φυλακίζω στα μάτια μου αυτή την ομορφιά! Να καμαρώνω το στολίδι της, το νησί της!»
«Θα είμαι εδώ κάθε μέρα να σε περιμένω»
Έτσι ξεκίνησε ο έρωτας τους, για να δώσουν το πρώτο τους φιλί ένα μήνα μετά στο σπήλαιο, στη λίμνη με τα νούφαρα. Φούντωσε η αγάπη στις καρδιές τους, κάνοντας όνειρα και σχέδια για τη ζωή που τους περίμενε!
 Όμως ο Θεός Πλούτωνας ζήλεψε τη Μαρία. Ζήλεψε τα κάλλη και την ομορφιά της και τη θέλησε δική του. Η επάρατη νόσος χτύπησε το αγαλματένιο κορμί της. Δυο χρόνια μετά, κατέβηκε τα σκαλιά του σκοτεινού βασιλείου, αφήνοντας ανεκπλήρωτα τα όνειρα τους. Από τότε εκείνος βυθίστηκε στην ανάμνηση της. 
Σκούπισε ένα δάκρυ, κοντοστάθηκε. Άφησε το δρομάκι με τα νοτισμένα φύλλα και κατέβηκε στην όχθη της λίμνης. Η νύχτα άπλωνε στα πόδια του την αρχόντισσα μαυροντυμένη. Πλησίασε την βάρκα του, με το όνομα «Μαρία». Κάθισε πάνω στο σκαρί και άπλωσε το χέρι λες και το έπαιρνε αγκαλιά.
«Γεράσαμε κούκλα μου και βλέπουμε παράξενα ονείρατα» μονολόγησε νοσταλγικά.
Η λίμνη σαν να ζήλεψε την αγκαλιά που έκανε στη Μαρία, ταράχτηκε και έστειλε ένα κύμα που του έβρεξε τα πόδια.
«Και σένα αρχόντισσα σ’ αγαπώ!» Τα μάτια του πλανήθηκαν πάνω στο υγρό στοιχείο, και στο βάθος, η οπτασία! Περπατούσε πάνω στα γαλήνια νερά με τα μαλλιά ξέμπλεκα, σέρνοντας την τεράστια κάπα της πάνω σε αυτά. Σηκώθηκε ξαφνιασμένος.
«Άρα δεν είσαι όραμα! Ποια είσαι; Τι θέλεις από μένα;»
«Την αγάπη σου» άκουσε την ίδια γλυκιά φωνή, όπως εκείνη του ονείρου.
«Δεν μπορώ να αγαπήσω, δεν έχω καρδιά»
«Έχεις! Και θα γίνει δική μου» Η οπτασία, προχώρησε αγέρωχη πάνω στη λίμνη με προορισμό το νησί.
 Έσπρωξε τη Μαρία στο νερό και μπήκε μέσα, άρχισε να τραβάει τα κουπιά με όση δύναμη είχαν τα γέρικα χέρια του. Ξέσκιζε το σώμα της αρχόντισσας, για να την προλάβει καθώς την έβλεπε που ξεμάκραινε.
 Ο ήλιος δειλά άρχισε να προβάλει, η λίμνη ξεκίνησε ένα παιχνίδι μαζί του, μέσα από χιλιάδες εναλλαγές χρωμάτων! Καθώς οι ακτίνες μπερδεύονταν με τα καθάρια νερά, μικρά ουράνια τόξα έκαναν την εμφάνιση τους στην επιφάνεια της, χαρίζοντας ένα μοναδικό ποικιλόχρωμο θέαμα. Ζήλεψε ο βασιλιάς της μέρας την τόση ομορφιά, μάζεψε βιαστικά όλα τα χρώματα, αφήνοντας της μόνο το πράσινο και ελάχιστο από το γαλάζιο.
Και το νησί λίγα μέτρα μακριά. Καταπράσινο, πανέμορφο, τον καλούσε κοντά του. Ο αέρας του μύριζε κυπαρίσσι, ένα άρωμα μεθυστικό ανακατωμένο με το άρωμα της αρχόντισσας. Έδεσε πρόχειρα τη βάρκα και κατέβηκε. Περπάτησε όλη την μέρα στα λιθόστρωτα δρομάκια του, καμαρώνοντας τα πετρόκτιστα σπίτια με τις όμορφες αυλές. Έψαχνε την οπτασία! Την είδε που χάθηκε ανάμεσα στα κυπαρίσσια και τα πλατάνια του.
«Που κρύφτηκες;» αναρωτήθηκε, ενώ τα πόδια του τον είχαν φέρει στο σπίτι του Αλή Πασά. Στο τελευταίο του καταφύγιο. Κάτι αόριστο τον απέτρεψε να μπει μέσα και τον έσπρωξε μακριά. Έτσι συνέχισε την αναζήτηση του. Εκείνη είχε χαθεί σε αυτόν τον παράδεισο, και εκείνος έπρεπε να τη βρει, να μάθει ποια ήταν. Γιατί διάλεξε να αγαπήσει αυτόν που είχε ταχτεί σε μια άλλη αγάπη; Πώς μπορούσε να του ζητάει την καρδιά του; Να την δώσει που; Σ’ ένα όραμα, σε ένα φάντασμα;
 Ένας πλάτανος φιλοξένησε το γέρικο κορμί, δίνοντας τη δροσιά του και παίρνοντας του την κούραση. Ένα ενοχλητικό ζουζούνι πετούσε γύρω από το πρόσωπο του, το οποίο του χαλούσε την ηρεμία.
Είχε περάσει πια το μεσημέρι όταν έλυσε τη Μαρία και πήρε το ταξίδι της επιστροφής. Καθώς ξεμάκραινε από το νησί, την είδε στην άκρη της μικρής προκυμαίας να τον αποχαιρετά κουνώντας το χέρι.
 «Χρίστε μου, αγγελοσκιάζομαι! Τι είναι αυτά που βλέπω;»
Γύρισε σπίτι κατάκοπος, ενώ το στομάχι του διαμαρτυρόταν. Έφτιαξε κάτι πρόχειρο, όμως παρόλη την πείνα που ένοιωθε, κατάφερε και έφαγε μόνο δυο μπουκιές. Κάθισε στο πλάι της ξυλόσομπας και αγκάλιασε το μπουρί. Δάκρυα ανέβλυσαν από τα μάτια του. «Αν ζούσες, αν ήσουν κοντά μου, καμιά οπτασία δεν θα διεκδικούσε την καρδιά μου. Θυμάσαι Μαρία, ονειρευόμασταν να χτίζαμε ένα σπιτάκι στο νησί, να στεγάζαμε εκεί τον έρωτα μας. Να κάναμε πολλά παιδιά, που θα μας έδιναν περισσότερη ευτυχία. Να μεγάλωναν ανέμελα μακριά από την πολυκοσμία της πόλης. Να καμαρώναμε τα Γιάννενα από μακριά. Να μας χώριζε από αυτά, η αρχόντισσα Παμβώτιδα. Κάναμε τόσα όνειρα, τα οποία άφησες ανεκπλήρωτα. Και εγώ έμεινα μόνος και πιστός στον όρκο που σου είχα δώσει τότε, στη γιορτή του πολιούχου των Ιωαννίνων, τον νεομάρτυρα Άγιο Γεώργιο. Πως δεν θα κοιτούσα καμιά άλλη, θα έμενα για πάντα δικός σου! Και ήμουν μόνο δεκαοκτώ χρονών. Δεν μας άφησε ο θάνατος να πραγματοποιήσουμε τίποτα από όσα ονειρευτήκαμε. Πέρασε η ζωή μου, γέρασα στην ανάμνηση των δυο χρόνων που έζησα μαζί σου. Βαστώ τον όρκο μου, καμιά άλλη δεν θα αγαπήσω, άσε την παράξενη οπτασία να λέει ό,τι θέλει!»
Άνοιξε τα μάτια και αναστέναξε. Το γέρικο κορμί είχε ταλαιπωρηθεί άδικα σήμερα, κυνηγώντας ένα άυλο πλάσμα. Όμως, έγινε η αιτία να επισκεφτεί για πρώτη φορά το νησί. Όσες φορές και αν το ήθελε, δεν το αποφάσιζε. Ήταν ένα μέρος που όσο λάτρευε, τόσο το μισούσε. Γυρνούσε  γύρω τριγύρω του με την βάρκα, χωρίς να σταματά πουθενά. Το καμάρωνε και έφευγε. Η ιδέα να περπατήσει μόνος σε αυτό, του προκαλούσε πόνο, αφού ήταν ένα από τα όνειρα να κατοικήσουν με τη Μαρία εκεί. Σήμερα επιτέλους το είδε και με τα λιγοστά του κουράγια περπάτησε αρκετές ώρες πάνω του.
 Σηκώθηκε αργά και πήγε στο κρεβάτι. Κοίταξε τα σκεπάσματα έτσι όπως τα είχε αφήσει το πρωί, ανακατωμένα. Τα έφτιαξε όπως-όπως και ξάπλωσε το κουρασμένο σώμα. Πήρε από το κομοδίνο τη φωτογραφία της αγαπημένης του και της χάρισε ένα χάδι. «Ακόμα σ’ αγαπώ το ίδιο δυνατά όπως τότε, και θα σ’ αγαπώ μέχρι να μας ενώσει ο θάνατος!» Έγειρε το κεφάλι στο πλάι και σφάλισε τα μάτια. 
“…«Είμαι εδώ κι απόψε, καλέ μου. Λες ότι μ’ αγαπάς, πως δεν με ξέχασες, όμως δε με αναγνώρισες όσες φορές και αν ήρθα στον ύπνο σου. Όπως και χθες. Σήμερα θέλω να σου πω πως ολοκλήρωσα και το τελευταίο μας όνειρο. Χτίσαμε το σπιτάκι μας στο νησί! Εκεί που κάθισες να ξαποστάσεις. Δεν ήθελα να έρθεις να με βρεις χωρίς να έχουμε πραγματοποιήσει όσα είχαμε ονειρευτεί. Τα χρόνια πέρασαν, αγάπη μου! Αλλάξαμε και οι δυο. Τα δικά σου μαλλιά άσπρισαν, ενώ τα δικά μου μάκρυναν ακόμη περισσότερο. Τι σημασία έχει που εγώ είμαι νεκρή και εσύ ζωντανός. Και οι νεκροί αλλάζουν! Γι’ αυτό δεν μπόρεσες να με αναγνωρίσεις. Κράτησες στη θύμηση σου τη Μαρία των δεκαοκτώ χρόνων!»
»Να σου πω ακόμη ότι και εγώ κράτησα τον όρκο μου, ήμουν δίπλα σου με όποιο τρόπο μπορούσα! Τον θυμάσαι; Και ήμουν, αγάπη μου, καθημερινά μέσα από χίλια δυο πράγματα και καταστάσεις, πότε σαν ψάρι, πότε σαν λουλούδι που το έκοβες και στόλιζες το αυτί σου ή σαν αηδόνι που στεκόσουν μαγεμένος ν’ ακούσεις το μελωδικό του κελαΐδισμα. Μου έλεγες ότι ήταν το μοναδικό πουλί που λάτρευες. Χθες όμως ήθελα να με δεις, να ακούσεις τη φωνή μου, να πάμε μαζί στο νησί. Εγώ σε έσπρωξα να φύγεις από το σπίτι του Αλή. Δεν ήθελα να μπεις μέσα, ήθελα να καθίσεις κάτω από τον σκιερό πλάτανο. Δίπλα σου κάθισα και εγώ. Άκουγα τη βαριά σου ανάσα και έβλεπα τον ιδρώτα που έκανε χοντρούς κόμπους στο πρόσωπο σου από την κούραση, στην προσπάθεια που κατέβαλες για να με βρεις. Πέρασα το χέρι μου πάνω σε αυτό και τον σκούπισα ελαφρά από το μέτωπο σου, εσύ δεν καταλάβαινες. Νόμισες ότι ήμουν εκείνο το ενοχλητικό ζουζούνι. Εκεί, χτίσαμε το σπίτι μας. Έτσι είμαι και απόψε εδώ για τελευταία φορά αγαπημένε μου, για να σου πω…»…”
«Μαρία!!!! Μαρία μου!!!»
Άνοιξε τα μάτια του, είχε πια ξημερώσει. Ο ήλιος ολόλαμπρος είχε ξεκινήσει από ώρα το ταξίδι του. Σηκώθηκε ήρεμος, χαρούμενος από το όμορφο όνειρο που είχε δει. Ήταν με την αγαπημένη του όλη νύχτα και του μιλούσε, του μιλούσε… Ήταν ευτυχισμένος.
Βγήκε στην αυλή, έκοψε ένα γεράνι από τη γλάστρα και το έβαλε στον κόρφο του, στο μέρος της καρδιάς! Κάθισε στο πέτρινο παγκάκι κάτω από την ετοιμόρροπη πέργκολα, ένα δημοτικό τραγούδι ανέβηκε στα χείλη του, μα το σταμάτησε σχεδόν αμέσως.
 Άπλωσε το χέρι και φυλάκισε μέσα το δικό της, το έσφιξε δυνατά! Την κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε. «Πάμε;» ρώτησε.
«Πάμε!» του απάντησε.
 Ξεκίνησε με τη Μαρία, την αιώνια πια αγαπημένη του, το τελευταίο του ταξίδι. Εδώ είχαν εκπληρωθεί όλα τους τα όνειρα. 




Έρωτας με χρώμα φεγγαριού.
Λίγα λόγια για βιβλίο μου.
Μια αγάπη ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια, όταν ο Άγγελος και η Μελίνα ήταν μόλις έξι χρονών. Δυο μικρά παιδιά που από την πρώτη ματιά ο έρωτας άρχισε να ζωγραφίζει από την παλέτα της αγάπης, την ιστορία τους! Ποια θα είναι τα χρώματα που θα χρησιμοποιήσει; Η Άννα Δούκα μισεί θανάσιμα την κόρη της άσπονδης φίλης της. Οι ρόλοι που παίζουν ο Οδυσσέας και η Αφροδίτη στη ζωή της, την υποχρεώνουν να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο με σκοπό την καταστροφή τους. Αδιαφορεί για το ποιον θα χτυπήσει ο όλεθρος που σκορπίζει. Κάποιο ακριβοφυλαγμένο μυστικό κρύβεται πίσω από τις ίντριγκες και τις δολοπλοκίες της. Άραγε, ένας θάνατος θα σταματήσει την προσπάθεια της ώστε η Μελίνα να μην γίνει μέλος της οικογένειας της; Θα καταφέρουν οι δύο νέοι να υπερπηδήσουν τα όσα εμπόδια θα βάλει στο δρόμο τους η Άννα για να ζήσουν μαζί ως το τέλος; Πόσα περίεργα παιχνίδια μπορούν να παίξουν οι άνθρωποι αλλά και η μοίρα;
Δυάς εκδοτική τηλ:6947515713 & 6930636083

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Το δεύτερο πνευματικό μου παιδί θα ανοίξει τις σελίδες του στις 14 Σεπτεμβρίου! ΕΡΩΤΑΣ ΜΕ ΧΡΩΜΑ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ! Η χαρά και συγκίνηση μου απερίγραπτη! Ευχαριστώ από καρδιάς την Δυάς Εκδοτική που αγκάλιασε και αυτό με την ίδια αγάπη που αγκάλιασε και το πρώτο! Ένα βιβλίο βασισμένο  σε αληθινή ιστορία που θα σας συναρπάσει!!!!!!!

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

Είμαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω πως σε λίγες μέρες θα κρατήσουμε στα χέρια μας το νέο μου μυθιστόρημα ΕΡΩΤΑΣ ΜΕ ΧΡΩΜΑ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ, βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, που θα κυκλοφορήσει από την Δυάς Εκδοτική.
''Έρωτας Με Χρώμα Φεγγαριού'' Σύντομα κοντά σας από την Δυάς Εκδοτική και την συγγραφέα μας Χρύσα Ζανεσή-Αλεξάκη